κτηματολογικός

κτηματολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτηματολόγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτηματολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Φρεαρίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτηματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτηματολόγιο: Ήλθε το κτηματολογικό συνεργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

  • πλουτοπαραγωγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που παράγει πλούτο, πλουτοφόρος 2. (για έδαφος) γόνιμος, καρποφόρος 3. φρ. α) «πλουτοπαραγωγικές πηγές» i) το σύνολο τού επίγειου και υπόγειου πλούτου μιας χώρας, καθετί που μπορεί να αποφέρει πλούτο ii) οι τομείς τής πρωτογενούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”